εἰλεός

εἰλεός
εἰλεός or [full] ἰλεός, , ([etym.] εἰλέω)
A intestinal obstruction, Hp.Aph.3.22, Aret. SA2.6, v. l. (-ειοῖο) in Nic.Al.597, etc.; distd. fr. χορδαψός, Diocl.Fr. 73; of other diseases, as nephritis, Hp.Int.44; εἰ. ἰκτερώδης jaundice, ib.45; εἰ. αἱματίτης scurvy, ib.46, cf. Lyc. ap. Orib.8.28.1, etc.; staggers, Arist.HA604a30.
II lurking-place, den, hole,

εἰλεόν, οὐκ οἴκησιν Theoc.15.9

.
III = ἐλεός, butcher's block, Eust.749.7.
IV a kind of vine, Hippys 7.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • εἱλεός — εἰλεός , εἰλεός intestinal obstruction masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εἰλεός — intestinal obstruction masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ειλεός — Το δεύτερο και τελικό τμήμα του λεπτού εντέρου· επίσης, η οξεία απόφραξή του. Ειλεοτυφλική βαλβίδα ονομάζεται ο σχηματισμός στο σημείο όπου ενώνονται ο ε. και το παχύ έντερο. ε. εκ χολολίθου. Απόφραξη του εντέρου. Προκαλείται από χολόλιθο, ο… …   Dictionary of Greek

  • ειλεός — ο 1. (ανατ.), το κάτω μέρος του λεπτού εντέρου. 2. (ιατρ.), ασθένεια που προκαλείται από απόφραξη του εντέρου εξαιτίας συστροφής του, στρίψιμο εντέρου …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • εἰλεοῖς — εἰλεός intestinal obstruction masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εἰλεοῖσι — εἰλεός intestinal obstruction masc dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εἰλεοῖσιν — εἰλεός intestinal obstruction masc dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εἰλεοί — εἰλεός intestinal obstruction masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εἰλεοῦ — εἰλεός intestinal obstruction masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εἰλεούς — εἰλεός intestinal obstruction masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εἰλεῶν — εἰλεός intestinal obstruction masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”